Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Τρία όνειρα

Ξεκίνησα να προσπαθώ κάθε μέρα να θυμηθώ τα όνειρά της νύχτας. Ανακάλυψα οτι ονειρευόμουνα σε συνέχειες, ή μάλλον έβλεπα συνέχεια τα ίδια όνειρα, όνειρα πάνω στο ίδιο μοτίβο που επαναλαμβάνονταν σχεδόν κάθε βράδυ.

(Mitsukurina owstoni: Καρχαρίας - καρκάντζαρος).


Ένα όνειρο δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια να το θυμηθώ. Μια μέρα εκεί γύρω στα δεκατρία μου είδα οτι κολυμπούσα στη θάλασσα και έχασα ξαφνικά τη στεριά από τα μάτια μου. Κοίταξα κάτω από τα πόδια μου κι είδα μια τεράστια αεροδυναμική σκιά να γλιστράει. Θυμήθηκα κάτι που είχα ακούσει σ' ένα ντοκυμανταίρ του Κουστώ, οτι ο καρχαρίας έχει το στόμα του από κάτω και πρέπει να γυρίσει ανάποδα για να σε δαγκώσει, γι' αυτό αν τον δεις κάτσε στον πάτο για να μην μπορεί να σ' αρπάξει. Απελπισμένα άρχισα το μακροβούτι και ξύπνησα σπρώχνοντας το στρώμα μου, μούσκεμα στον ιδρώτα.

Τον έβλεπα ακόμη αυτόν τον εφιάλτη στα εικοσιένα μου, όταν αποφάσισα οτι αρκετά πιά. Μια μέρα κολυμπούσα -στο ίδιο εκείνο λιμανάκι όπως στο πρώτο όνειρο- και μου επιτέθηκε ένας καρχαρίας. Πετάχτηκα από το νερό αλαφιασμένη κι αμέσως μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Αυτό θα γίνεται κάθε βράδυ; Ως εδώ με τα κωλόψαρα! Εκεί δίπλα ήτανε αφημένες κάτι τεράστιες ξύλινες σφήνες. Τις βούτηξα και όρμησα πίσω στο νερό, ουρλίαζοντας από θυμό. Δε θυμάμαι τί έγινε αλλά από τότε τα όνειρά μου με τους καρχαρίες δεν είναι πια εφιάλτες. Κολυμπάω, μου την πέφτουνε, αντιδράω. Δεν κωλώνω. Και δεν έχω σταματήσει να τους βλέπω, γιατί δεν έχω σταματήσει να ονειρεύομαι θάλασσες. Καταδύομαι βαθειά ή με παίρνει το κύμα στ' ανοιχτά και τότε έρχονται, σιωπηλές απειλητικές σκιές σαν μαύρα βέλη.

(R-75)

Το άλλο όνειρο που έβλεπα ήταν ένα με μηχανές. Κι αυτό θυμάμαι πως άρχισε, σε πιο μεγάλη ηλικία- νομίζω, είκοσι; Εικοσιένα; Κάπου εκεί. Καβάλαγα μια μηχανή, μια μπορντώ μεπμβέ, από τις παλιές που αφήσαν πίσω τους οι Γερμανοί. R-75. Δεν είχα καμμιά σχέση με μηχανάκια μέχρι τότε. Ξαφνικά, γεμίσαν τα όνειρά μου. Αφού άρχισα ν' αναρωτιέμαι αν έχει γίνει κάποιο λάθος και βλέπω τα όνειρα κανενός αλλουνού (και θα 'χει φρίξει κι αυτός με τα δικά μου). Έτρεχα λέει να ξεφύγω από τους μπάτσους με μια στρητ άσπρη, κλεμμένη, στα στενά της Αθήνας. Έτρεχα σε δρόμους ανοιχτούς, έτρεχα σε χωματόδρομους, με καινούργιες μηχανές, με παλιές, με μεγάλες, με μικρές. Μια μέρα ήμουνα λέει στην δικιά μου μηχανή, αυτή που είχα και στ' αλήθεια πια -γιατί απ' το πολύ που τις έβλεπα στα όνειρά μου, μου κόλλησε να πάρω δικιά μου. Έτρεχα τρελλά, σε μια κατηφόρα, μέσα σε κίνηση πυκνή, με ταχύτητα τρελλή. Ξαφνικά μού 'κλεισε το δρόμο ένα βυτιοφόρο και χωρίς να το σκεφτώ, έριξα τη μηχανή στο πλάι, γλίστρησα από κάτω, βγήκα απ' την άλλη, την ξανάφερα στα ορθά και συνέχισα όπως ήμουνα, ούτε ανάσα, ούτε τίποτα. Έτσι ήταν αυτά τα όνειρα πάντα, μια τρεχάλα ξέφρενη που δε σταματούσε πουθενά και για τίποτα, πάντα με την ψυχή στο στόμα.

Εκείνη την εποχή και στον ξύπινο μου δεν ήταν πολύ διαφορετικά. Κάθε φορά που ανέβαινα στη μηχανή σκεφτόμουνα "απόψε μπορεί και να πεθάνω", σαν μικρή προσευχή. Δεν ήξερα όμως πως να σταματήσω, να ησυχάσω. Όταν σου λένε για φρενοβλάβεια, ξέρουν τί λένε. Καλό μηχάνημα, ροπές, απ' όλα... αλλά σκατά φρένα.



Έβλεπα και όνειρα που δεν ήτανε σήριαλ βέβαια. Θυμάμαι ένα- μ' είχανε λέει περικυκλώσει άνθρωποι πολλοί που θέλαν το κακό μου και με τραβολογούσανε από παντού. Χέρια πολλά, πρόσωπα λίγα, δεν έβλεπα τί γινότανε, μόνο τις έτρωγα. Ξαφνικά ακούω πανικό, γυρνάω και βλέπω ένα άσπρο άλογο να σκίζει τον όχλο σαν ηλιαχτίδα. Ένα σκοινί κρεμότανε από το λαιμό του κι είχε τη ράχη του γυμνή, δίχως σέλα πάνω. Αρπάχτηκα από το σκοινί και με πήρε μακρυά, ξέφυγα από τον όχλο. Ήταν όμως γρήγορο πολύ και δεν κατάφερα να ανεβώ στην πλάτη του, μόνο σερνόμουνα στο έδαφος, κρατώντας το σκοινί. Ευτυχώς ήτανε γρασίδι κάτω, τρέχαμε σ' έναν μεγάλο κάμπο κι είχε πέρα μια χρυσή δύση που λιγωνόμουνα να τη βλέπω. Ξαφνικά, ο κάμπος τέλειωσε κι άρχισε ένας βάλτος στρωμένος με σκατά. Το άλογο δε σταμάτησε να καλπάζει ούτε στιγμή. Κι εγώ εκεί, να μην αφήνω το σκοινί.

Άκουσα τη φωνή του ονειρικού εκφωνητή: "Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένουνε να μην αφήνουνε το σκοινί κι αφήνουν να τους σέρνει μέσα στα σκατά". Καιρό μετά, όποτε έβλεπα άσπρο άλογο, θυμόμουνα αυτό το όνειρο.

2 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger xomeritis είπε...

Αχ αυτή η Βάντα των νόνων μας έθρεψε γενιές μ' εφιάλτες.

Τρίτη 19 Απριλίου 2011 στις 11:07:00 π.μ. EEST  
Ο χρήστης Blogger stassa είπε...

Χαχά! Καλά πού τη θυμήθηκες τη Βάντα και τον καρχαρία της; Όντως, μ' έχει σημαδέψει αυτή η ιστορία... :)

Τρίτη 19 Απριλίου 2011 στις 2:30:00 μ.μ. EEST  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα